Θα επιστρέψουμε 50 χρόνια πίσω;
Άρθρο του κου Κωνσταντίνου Μ. Φρουζή, Προέδρου ΣΦΕΕ στον Αγγελιοφόρο – Κυριακή 2/11/2014
Μετά από πέντε χρόνια, η οικονομική κρίση έχει «μορφοποιηθεί» σε μια επικίνδυνη κρίση δημόσιας υγείας. Το ελληνικό κράτος, παρά τις κάποιες μεταρρυθμιστικές απόπειρες στο σύνολο της Οικονομίας και της Κοινωνίας, ακόμα δεν έχει αντιμετωπίσει μια σειρά από νοσηρά φαινόμενα σπατάλης και κακοδιαχείρισης. Έτσι, επιχειρεί μονότονα ολοένα και περισσότερο να εξοικονομήσει βιαίως πόρους από υγιείς δραστηριότητες με αποτέλεσμα να πλήττονται ευθέως ζωτικά δημόσια αγαθά, με πρώτο από αυτά, η δημόσια υγεία και η κοινωνική ανοχή.
Η φαρμακευτική πολιτική, έτσι όπως ασκείται σήμερα, είναι αντιευρωπαϊκή. Καταστρατηγούνται όλες οι προβλέψεις, οι οδηγίες και τα κριτήρια για την προστασία του ανταγωνισμού στη φαρμακευτική αγορά και κατ’ επέκταση, πλήττονται όλα τα ελάχιστα προαπαιτούμενα για την εύρυθμη λειτουργία της, η οποία αποτελεί την κυριότερη προϋπόθεση για την προαγωγή της δημόσιας υγείας και τις επενδύσεις στη χώρα. Οι αποφάσεις για το φάρμακο λαμβάνονται παραβλέποντας την συνταγματική και ευρωπαϊκή νομιμότητα με αποτέλεσμα, όχι μόνο οι εταιρείες να λειτουργούν υπό συνθήκες αιφνιδιασμού, αλλά και να διαμορφώνεται μία «κρίσιμη μάζα» ρυθμίσεων που απομακρύνουν την Ελλάδα από την Ευρώπη σε ό,τι αφορά την ποιότητα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και της πρόσβασης των ασθενών στα φάρμακα.
Με τις δυσλειτουργίες αυτές είναι λογικό να έχουμε και προβληματική πρόσβαση στα φάρμακα (και ιδίως στα νεότερα φάρμακα) αλλά και να εκτοξεύεται το κόστος σε άλλες περιοχές του συστήματος (π.χ. στις ημέρες νοσηλείας). Δίπλα όμως στην οικονομική ανάλυση, υπάρχει η ποιοτική προσέγγιση η οποία δείχνει ότι η πτώση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, τα διαδοχικά πλήγματα στο ηθικό των λειτουργών υγείας και η αυξανόμενη δυσχέρεια στην πρόσβαση των ασθενών στις αρτιότερες θεραπευτικές προσεγγίσεις που διαρκώς ανακαλύπτονται, οδηγεί σε μια υγεία δύο ταχυτήτων: Από τη μια πλευρά οι «καλές» υπηρεσίες υγείας για τους λίγους που μπορούν να πληρώσουν για να τις εξασφαλίσουν εκτός του συστήματος υγείας και από την άλλη πλευρά για τους πολλούς συμπολίτες μας οι ελάχιστες, οι υποτυπώδεις υπηρεσίες υγείας που εξασφαλίζονται εντός του συστήματος και καταλήγουν πολλές φορές, λόγω των απαράδεκτων ρυθμίσεων και συνθηκών, να είναι «επικίνδυνες» για την υγεία των πολιτών.
Η υπόθεση της φαρμακευτικής πολιτικής αποδεικνύει ότι στην Ελλάδα οξύνθηκε αντί να επιλυθεί ένα προϋπάρχον πρόβλημα διοίκησης και οργάνωσης του δημοσίου τομέα. Σε αυτό έρχεται να προστεθεί η έλλειψη σεβασμού και ποινικοποίησης του αναντικατάστατου κοινωνικού ρόλου της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Στο πεδίο της υγείας η ιδιωτική πρωτοβουλία, όπως εκφράζεται μέσα από τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις, αποτελεί προϋπόθεση για την αποτελεσματική λειτουργία του συστήματος υγείας.
Συνθήκες χάους διαμορφώνονται στα οικονομικά του φαρμάκου εάν σκεφτεί κανείς ότι η κατά κεφαλήν φαρμακευτική δαπάνη έχει καταρρεύσει στα 178 ευρώ την ίδια ώρα που ο μέσος όρος των Ευρωπαϊκών χωρών είναι σχεδόν υπερδιπλάσιος και βρίσκεται κοντά στα 300 ευρώ! Δεν πρόκειται ασφαλώς για μια «επιτυχία εξοικονόμησης πόρων». Πρόκειται για μια αποτυχία της κάλυψης της ανάγκης των ασθενών της χώρας. Εάν οι ανεπτυγμένες χώρες μπορούσαν να εξασφαλίσουν υψηλού επιπέδου φαρμακευτική περίθαλψη με 178 ευρώ ανά άτομο, τότε απλώς θα την εξασφάλιζαν. Δεν θα κατέβαλλαν 300 ευρώ (που είναι ο μέσος όρος της ΕΕ, κατά 65% υψηλότερος της ελληνικής κατά κεφαλήν δαπάνης).
Γι’ αυτό θεωρούμε ότι η εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη, που σήμερα έχει συρρικνωθεί στα 2 δισ. ευρώ, πρέπει να ανέλθει τουλάχιστον στα επίπεδα των 2,3 δισεκατομμυρίων ευρώ, η νοσοκομειακή δαπάνη στα 700 εκατομμύρια ευρώ. Σήμερα η απαίτηση της Πολιτείας για clawback και rebates έχει «εκραγεί» στα 600 εκατ. ευρώ την ίδια ώρα που οι καθυστερήσεις στις πληρωμές από τον ΕΟΠΠΥ εξακολουθούν να υπερβαίνουν το 1 δισ. ευρώ. Πρέπει να προστεθεί σε αυτή τη συνολική δυσαρμονία το γεγονός ότι δεκάδες φάρμακα έλαβαν και πάλι λάθος τιμές τον Αύγουστο. Από αυτά κάποια θα αποσυρθούν από την αγορά με αποτέλεσμα δυστυχώς οι ασθενείς να χάσουν τη δυνατότητα να τα προμηθεύονται μέσα από την κοινωνική ασφάλιση. Πρόκειται για επιστροφή στη δεκαετία του ’60, όπου η Υγεία ήταν για τους έχοντες.
Οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις, ακόμα και σήμερα, παρά την κρίση, την υπερφορολόγηση και το αβέβαιο του περιβάλλοντος, προσπαθούν να κρατήσουν τις επενδύσεις τους συνεισφέροντας στην οικονομία της γνώσης και εξασφαλίζοντας όσο μπορούν ποιοτική απασχόληση σε νέους επιστήμονες και στελέχη. Εφαρμόζουν τις πιο σύγχρονες προβλέψεις διαφάνειας – και με την ευκαιρία αυτή αναφέρω την πρόσφατη πρωτοβουλία για την πλήρη ηλεκτρονική δημοσιοποίηση όλων των οικονομικών σχέσεων των εταιρειών με τους επαγγελματίες υγείας που θα ξεκινήσει από το 2016 με στοιχεία του 2015, μια πρωτοβουλία Διαύγειας για το Φάρμακο. Παράλληλα, οι φαρμακευτικές εταιρείες υποστηρίζουν σταθερά το αγαθό της υγείας σε εθνική κλίμακα. Πολλές φορές έχουμε δράσει ως «αμορτισέρ» απορροφώντας τους κραδασμούς της κρίσης (αλλά και των σχεδόν καθημερινών αιφνιδιασμών) προκειμένου να περιφρουρήσουμε την πρόσβαση όλων των ασθενών στη φαρμακευτική περίθαλψη. Πρέπει η χώρα μας να μην γυρίσει χρόνια πίσω στην Υγεία και Πρόνοια προς χάριν των καλών μακροοικονομικών μεγεθών. Οι Έλληνες πολίτες και κυρίως οι επόμενες γενιές ας μην πληρώσουν το τίμημα μιας αποτυχημένης, λαϊκίστικης πολιτικής δεκαετιών.