Υπάρχει φαρμακευτική που θα επενδύσει στην Ελλάδα;

Συνέντευξη του κου Κωνσταντίνου Μ. Φρουζή, Προέδρου ΣΦΕΕ στο Capital.gr – 23/9/2014

Διαρκώς μεταβαλλόμενο θεσμικό πλαίσιο, αντιαναπτυξιακό περιβάλλον και οριζόντια μέτρα για την τήρηση των δαπανών για το φάρμακο. Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος Κωνσταντίνο Φρουζή, αυτοί είναι οι λόγοι που σήμερα οδηγούν τις εταιρείες σε πάγωμα επενδύσεων και το κοινωνικό κράτος σε κατάρρευση.

Συνέντευξη στη Βίκυ Κουρλιμπίνη

– Κ. Φρουζή, πρόσφατα κάνατε λόγο για πάγωμα των επενδύσεων από τις φαρμακευτικές εταιρείες που πιθανόν να διαρκέσει και την επόμενη χρονιά. Ποιοί είναι οι λόγοι που σας οδηγούν σε αυτήν την απόφαση;

Όπως είναι γνωστό, αυτό που ζητείται την τρέχουσα περίοδο είναι η επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας. Αυτό μπορεί να βασιστεί κατά κύριο λόγο στην ιδιωτική πρωτοβουλία και τις επενδύσεις, καθώς το μοντέλο των δημοσίων επενδύσεων στον επιχειρηματικό τομέα, αποδεδειγμένα υστερεί, πέρα από ελάχιστες εξαιρέσεις. Αυτό λοιπόν που πρέπει να παρέχει ένα κράτος είναι την ελάχιστη προβλεψιμότητα στο επιχειρηματικό περιβάλλον,  να προασπίζεται τη διαφάνεια και κυρίως να χαράσσει πολιτική τουλάχιστον με μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.

Δυστυχώς στο χώρο του φαρμάκου δεν ισχύει τίποτα από αυτά. Ποια εταιρεία μπορεί να επενδύσει σε μια χώρα με ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο θεσμικό πλαίσιο; Είναι γεγονός ότι ανά τακτά διαστήματα -για να μην πω κάθε δέκα μέρες-  μας κοινοποιείται μια νέα υπουργική απόφαση η οποία αφορά τις τιμολογήσεις, rebate και τροποποιεί νόμους επιβάλλοντας νέους κανόνες λειτουργίας στις εταιρείες. Μάλιστα πολλές φορές παραβιάζεται από τους ίδιους τους κρατικούς λειτουργούς η νομοθεσία με χαρακτηριστικότερο  παράδειγμα την εμμονή στη μη διόρθωση τιμών εκατοντάδων φαρμάκων. Πως μπορούμε υπό αυτές τις συνθήκες να λειτουργήσουμε;

Και για να γίνω ακόμη  πιο συγκεκριμένος, πως μια εταιρεία θα φέρει νέες επενδύσεις σε ένα αντιαναπτυξιακό περιβάλλον που το μόνο που θέλει είναι να καρπωθεί την οποία επένδυση; Εμείς σαν πολυεθνικές αλλά και σαν ελληνική βιομηχανία θέλουμε να επενδύσουμε στην ανάπτυξη και όχι να δαπανούμε κεφάλαια για να κλείσουν οι βραχυπρόθεσμες τρύπες του προϋπολογισμού λόγω κοντόφθαλμων οριζόντιων μέτρων. Όλες οι εταιρείες κάλυψαν με δικά τους κεφάλαια τη ζημία από το PSI. Δεν μπορούν όμως να καλύψουν όλα τα κενά που το κράτος δημιουργεί. Είναι ο «πελάτης» που θέλει να παραγγείλει φαρμακευτικά σκευάσματα αξίας 2,6 δισ. ευρώ και να πληρώσει –όποτε πληρώσει μόνο τα 2 δισ. ευρώ.

Ποια εταιρεία λοιπόν θα έρθει να αναπτύξει νέα δραστηριότητα  ή θα επεκτείνει την υπάρχουσα ξέροντας από την αρχή ότι για ένα απροσδιόριστα μεγάλο χρονικό διάστημα θα παραδίδει υπηρεσίες και αγαθά δωρεάν;  Και ακόμη περισσότερο πως θα προγραμματίσει ένα επιχειρηματικό πλάνο όταν για να κινηθεί όταν δεν θα γνωρίζεις τις συνθήκες κάτω από τις οποίες θα λειτουργήσει;
– Φέτος σύμφωνα με τους υπολογισμούς σας θα κληθείτε να καταβάλετε 600 εκατ. ευρώ σε rebate και clawback. Πιστεύετε ότι θα υπάρξουν εταιρείες που δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν σε αυτές τις οφειλές;

Φυσικά πιστεύω ότι κάποιες εταιρείες δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν. Βεβαίως δεν τίθεται θέμα οφειλών προς το δημόσιο καθώς δεν καλούμαστε να πληρώσουμε με την έννοια να καταθέσουμε κεφάλαια, απλά δεν θα πληρωθούμε γι΄ αυτά που θα έχουμε προσφέρει. Όπως είναι λογικό, θα πρέπει να διαχειριστούμε την απώλεια αυτή και ταυτόχρονα να μην αφήσουμε τον έλληνα πολίτη χωρίς φάρμακα. Αυτό σημαίνει περικοπές σε όλα τα επίπεδα. Για μια εταιρεία το να πρέπει να πουλάει και να περιμένει να λάβει 30% -όσο δηλαδή είναι και το ποσοστό των rebate και clawback- χαμηλότερη αμοιβή από το βασικό της πελάτη, αυτό δεν αποτελεί απλά μείωση κερδών αλλά μια ζημιογόνο δραστηριότητα που δυναμιτίζει τη βιωσιμότητά της. Και δυστυχώς αυτό δεν αφορά σε μία ας πούμε κακή χρονιά, αλλά τείνει να παγιώνεται και να επιδεινώνεται.

Υπάρχουν λοιπόν εταιρείες που επειδή δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν άμεσα στα νέα αυτά δεδομένα μιας κακορυθμισμένης αγοράς, θα περιοριστούν στην απολύτως απαραίτητη δραστηριότητα και αυτό μπορεί να σημαίνει και απολύσεις και αποσύρσεις φαρμάκων και γενικότερα δυσκολία στην τροφοδοσία του δικτύου φαρμακευτικής κάλυψης. Δε γνωρίζω αν θα έχουμε φυγή εταιρειών. Σίγουρα όμως για μικρότερες επιχειρήσεις με περιορισμένο εύρος φαρμάκων και θεραπευτικών κατηγοριών, οι οποίες δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την απώλεια του τζίρου τους, αυτό θα μετατραπεί σε ένα καταστροφικό ντόμινο για την λειτουργία τους.
Σκέφτεστε να κινηθείτε νομικά κατά υπουργικών αποφάσεων εξαιτίας σοβαρών λαθών που διαπιστώνετε στην τιμολόγηση των φαρμάκων. Μπορείτε να μας αναφέρετε μερικά παραδείγματα λαθών και ποιές είναι οι επιπτώσεις στην κερδοφορία των εταιρειών του κλάδου σας;

Αυτό που εντοπίσαμε είναι πως επαναλαμβάνονται συνεχώς τα ίδια λάθη. Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως κάτι τέτοιο  δεν είναι τυχαίο και αν η διόρθωση δεν γίνεται επειδή κάποιος δεν θέλει να αναλάβει την ευθύνη, επιτέλους θα πρέπει το κράτος να συμμορφωθεί με το νόμο που το ίδιο έχει θεσμοθετήσει.

Υπάρχουν ενστάσεις από την πλευρά μας που αφορούν σε εκατοντάδες φάρμακα τα οποία δεν διορθώνονται. Από τη στιγμή που εμείς παρά τις παραινέσεις και την επιμονή μας δεν καταφέρνουμε να πείσουμε το κράτος για το αυτονόητο, το αφήνουμε να το κάνει ο απόλυτα αρμόδιος που είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας, ως έσχατη ανάγκη πλέον.

Να σημειώσω δε ότι η ζημιά από τα λάθη δεν έχει να κάνει μόνο με την απώλεια αξίας πωλήσεων σε εθνικό επίπεδο, αλλά διευρύνεται εκτός των συνόρων, καθώς ως γνωστό η Ελλάδα είναι χώρα αναφορά και φυσικά η δική μας λάθος τιμή επηρεάζει αλυσιδωτά τις τιμές σε άλλες χώρες και φυσικά οι πολυεθνικές μητρικές έχουν επίσης απώλειες. Εκτιθέμεθα ανεπανόρθωτα έτσι ως χώρα και καταστρέφουμε την οποία προσπάθεια αποκατάστασης της φερεγγυότητάς μας.

Παράλληλα δεν μπορεί η κάθε ηγεσία του υπουργείου να βγάζει αποφάσεις και να νομοθετεί. Αυτό και παράνομο είναι και φυσικά είναι άδικο καθώς εμείς είμαστε αδύναμοι μπροστά σε αυτό. Η απόφαση για την επιβάρυνση των εταιρειών με σημαντικό ποσοστό στην ασφαλιστική αποζημίωση τον φαρμάκων είναι παράνομη. Δεν μπορούμε εμείς να πουλάμε και να πληρωνόμαστε από τον… εαυτό μας!

Και φυσικά είναι παράλογο το δημόσιο να επιβάλλει clawback και rebate  σε τζίρους που το ίδιο προκαλεί με τις τιμές που εγκρίνει και τις ποσότητες που παραγγέλνει. Όλα αυτά έχουν άμεσο αντίκτυπο στη βιωσιμότητα των εταιρειών και φυσικά στις επενδύσεις και την απασχόληση στον κλάδο μας.

Αποδεχτήκαμε τη στάση του ΣτΕ όσον αφορά στο PSI, που δεν μας δικαίωσε,  καθότι δεχτήκαμε την εθνική σημασία στη συμβολή μας στην μείωση του δημόσιου χρέους το οποίο εμείς δεν προκαλέσαμε όπως κατηγορηθήκαμε επί της ουσίας. Αλλά το να απειλείται συνεχώς το μέλλον μας και να μη τηρείται ο νόμος είναι κάτι που πλέον δεν μπορεί να συνεχιστεί.  Όχι μόνο επειδή λειτουργούμε ως εταιρείες αλλά και γιατί είμαστε κοινωνικά αναγνωρισμένοι ότι εξασφαλίζουμε βασικά όπλα για την υγεία των πολιτών. Απέναντι σε αυτούς ακόμη περισσότερο η Πολιτεία πρέπει να φερθεί υπεύθυνα.
– Τελικά θα καλύψουν οι φαρμακευτικές την κάλυψη των ανασφάλιστων πολιτών και ποιο είναι το ύψος της δαπάνης;

Θα ξεκινήσω από το δεύτερο σκέλος λέγοντας ότι για το ύψος της συγκεκριμένης δαπάνης έχει αναφερθεί ένα αυθαίρετο νούμερο που προσδιορίζεται σε 300 και πλέον εκατ. ευρώ. Τώρα το πως υπολογίζεται αυτό το μέγεθος, χωρίς να υπάρχει σχετικό  μητρώο ασφαλισμένων, δεν μπορούμε να το καταλάβουμε και επίσης δεν κατανοούμε τι θα πει κι αυτή η κατηγοριοποίηση σε ασφαλισμένους και μη. Η παροχή πρόνοια και ιατρικής μέριμνας είναι δικαίωμα που πρέπει να εξασφαλίζεται για το σύνολο και όχι μόνο για όσους έχουν ασφαλιστικό φορέα.

Αλλά αν δεχτούμε ότι το ποσό αυτό είναι όντως έτσι, μας έχει επιβληθεί να το καλύψουμε εμείς έμμεσα μέσω του clawback. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι θα βρεθεί το κονδύλι από τον κρατικό προϋπολογισμό και πιστεύω ότι δεν είναι τόσο δύσκολο αυτό ειδικά μέσα από το πλεόνασμα. Έτσι θα καλυφθούν οι  ανάγκες των ανασφάλιστων με μια αύξηση της δαπάνης από τα 2 στα 2,3 δισ. ευρώ και από  τα 535 στα 700 εκατ. ευρώ για τα νοσοκομεία. Ένας προϋπολογισμός εφικτός, σφικτός και λογικός. Εμείς δεν αντέχουμε.
– Με τον προϋπολογισμό του φαρμάκου να παραμένει και του χρόνου στα 2 δισ. ευρώ, πως βλέπετε το μέλλον του κλάδου;

Όπως ανέφερα, εμείς έχουμε προσδιορίσει μετά από όλα αυτά τα χρόνια που προσαρμοστήκαμε με τραγικά αιφνίδιο και εντελώς αντιαναπτυξιακό τρόπο, την αναγκαία δαπάνη από την πλευρά του κράτους στα 2,3 δισ. ευρώ για εξωνοσοκομειακή δαπάνη και περίπου στα 3 δισ. ευρώ μαζί με τα νοσοκομειακά σκευάσματα. Αυτό βρίσκεται σε ένα επίπεδο πολύ πιο χαμηλό από το μέσο όρο της Ε.Ε. των 28.

Παρακάτω δε γίνεται. Σίγουρα ένας οικονομολόγος θα προέβλεπε συρρίκνωση, μείωση απασχόλησης και φυσικά μεγάλες απώλειες για την οικονομία και την κοινωνία.

Βέβαια ένας κλάδος ποτέ δεν εξαφανίζεται και φυσικά ο δικός μας που είναι από τους πλέον απαραίτητους. Όμως ενώ παντού στον κόσμο πηγαίνει μπροστά και αναπτύσσεται προδίδοντας οφέλη στην κοινωνία και την ανάπτυξη, εδώ θα υπολειτουργεί σε λίγο καιρό ασθμαίνοντας να επιβιώσει. Ένας κλάδος σε κρίση που δεν θα μπορεί να επενδύει ούτε στην προώθηση νέων σκευασμάτων στη χώρα, τα οποία αυτή η χώρα τα κοιτά με συνεχή καχυποψία, ούτε στην κλινική έρευνα και δεν θα μπορεί να συμβάλλει και στην επιμόρφωση της επιστημονικής κοινότητας η οποία σε μεγάλο βαθμό βασίζεται σε μας και την έρευνά μας.
– Γίνονται αυτήν την εποχή επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη;

Δεν γίνονται! Ή καλύτερα γίνονται ελάχιστες. Πραγματικά δεν θέλω να αναφερθώ σε αριθμό και αξία επενδύσεων γιατί είναι κάτι που προσβάλλει τη χώρα μας. Να ξέρετε όμως ότι τα 85 εκατ. ευρώ που επενδύθηκαν για ερεύνα  και ανάπτυξη το 2012 φαντάζουν πλέον πολύ μεγάλο νούμερο.


– Πόσο έχει αυξηθεί η συμμετοχή των ασθενών τα τελευταία δύο χρόνια; Θεωρείτε ότι η πρόσβαση σε θεραπείες γίνεται όλο και πιο δύσκολη;

Όπως έχει προσδιοριστεί από πανεπιστημιακές έρευνες και από την ΕΣΔΥ , τα τελευταία χρόνια η μέση συμμετοχή έχει διπλασιαστεί από 12% σε περίπου 24%. Καταλαβαίνει κάνεις λοιπόν ότι η συρρίκνωση της φαρμακευτικής δαπάνης επιβαρύνει όχι μόνο εμάς αλλά και τον Έλληνα πολίτη. Δηλαδή να σημειώσω πως η «επίθεση» προς την επιχειρηματικότητα τάχα προς όφελος των πολιτών, μόνο θετικό αντίκτυπο δεν  είχε στην κοινωνία  και την οικονομία.

Η πρόσβαση έχει γίνει πιο δύσκολη και το γνωρίζετε καλά. Ειδικά στα νοσοκομειακά φάρμακα τα οποία δεν τα βρίσκουν οι ασθενείς στα νοσοκομεία λόγω της προσπάθειας διαχειριστικού ελέγχου η οποία και στη δευτεροβάθμια περίθαλψη πάλι στοχοποίησε το φάρμακο,  ενώ τα προβλήματα και οι όποιες καταχρήσεις είναι σε άλλα κέντρα κόστους.  Δεν θέλω να φανώ υπερβολικός, αλλά φοβάμαι πως η κατάσταση θα χειροτερέψει. Από την πλευράς μας οι εταιρείες κάνουμε ότι μπορούμε για να εισφέρουμε στην κοινωνία αν και δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να υποκαταστήσουμε το κράτος, μέσω των ενεργειών για τροφοδοσία των κοινωνικών οργανώσεων που παλεύουν για τις κοινωνικά ευαίσθητες ομάδες.
– Πως θα θέλατε τη φαρμακευτική πολιτική στην Ελλάδα;

Αυτό που ζητάμε είναι να υπάρχει ένα βιώσιμο, σχετικά προβλέψιμο περιβάλλον, να τηρείται η νομοθεσία και να εξασφαλίζεται η αξιοπρεπής περίθαλψη.  Μάθαμε από τις υπερβολές του πρόσφατου παρελθόντος και από την απότομη προσγείωση λόγω της κρίσης. Θέλουμε σταθερότητα στο πλαίσιο, σωστές τιμές και την εφαρμογή των διεθνών πρακτικών που ρυθμίζουν τον χώρο της υγείας.

Επιγραμματικά να σημειώσω την ανάγκη για δεσμευτικά θεραπευτικά πρωτόκολλα, μητρώο ασθενών, σωστή διαχείριση πόρων για την υγεία, έλεγχο και φυσικά ένα προϋπολογισμό για φαρμακευτική κάλυψη που να συνάδει με τις ανάγκες αλλά και με αυτό που προβλέπεται  και από το μνημόνιο δηλαδή τουλάχιστον το 6% του ΑΕΠ. Όταν υπάρχει κρίση το κοινωνικό κράτος πρέπει να αυξάνει τις “επενδύσεις-παροχές” για τη συντήρηση του κοινωνικού ιστού. Το φάρμακο είναι βασικό αγαθό και πρέπει να παρέχεται και να εξασφαλίζεται.

Και θα θέλαμε η πολιτεία να εξασφαλίζει την παροχή των απαραίτητων καινοτόμων σκευασμάτων και φυσικά να δημιουργεί συνθήκες ανάπτυξης. Μέρος της φαρμακευτικής πολιτικής είναι η προσέλκυση επενδύσεων στο χώρο που θα βοηθήσουν την οικονομία πέρα από την κοινωνική διάσταση που έχει έτσι κι αλλιώς ο κλάδος μας. Είμαστε ένας επιχειρηματικός τομέας που εξασφαλίζει ανάπτυξη και απασχόληση. Πρέπει να γίνει συνείδηση αυτό όπως και η χάραξη στρατηγικής με πενταετή ορίζοντα κι όχι με ορίζοντα μηνών λόγω ενός συνεχούς διαφαινόμενου προεκλογικού κλίματος.