Νέα

Νέα

Κι όμως, μπορούμε…

Άρθρο του κου Πασχάλη Αποστολίδη, Προέδρου ΣΦΕΕ στο liberal.gr, 13 Φεβρουαρίου 2017

 

Μπορεί μια χώρα, όπως η πατρίδα μας και μάλιστα σε συνθήκες βαθιάς και μακρόχρονης κρίσης να υπερασπίζεται χωρίς εκπτώσεις τα δικαιώματα των ασθενών, παρέχοντάς τους υψηλού επιπέδου υπηρεσίες; Ή είναι μήπως ένας στόχος που η σκληρή πραγματικότητα τον καθιστά ανέφικτο;

Όπως συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις στην Ελλάδα η απάντηση είναι θετική, αλλά υπό προϋποθέσεις. Πάντα υπάρχει ένα «αλλά» για να λειτουργεί είτε ανασταλτικά είτε λυτρωτικά. Όλα όμως τελικά είναι ζήτημα βούλησης και επιλογών.

Στην προκειμένη περίπτωση, επιτρέψτε μου να εκκινήσω από μια διαπίστωση για την οποία ο φαρμακευτικός κλάδος είναι εξαιρετικά υπερήφανος: Όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια και παρά τους δημοσιονομικούς περιορισμούς, την αδυναμία του κράτους να εκπληρώνει έγκαιρα τις οικονομικές υποχρεώσεις του, τα capital controls, την υπερφορολόγηση, τη γραφειοκρατία, οι φαρμακευτικές εταιρίες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διασφάλιση του δικαιώματος των Ελλήνων ασθενών να έχουν απρόσκοπτη πρόσβαση στις αναγκαίες για αυτούς θεραπείες, συμπεριλαμβανομένων των καινοτόμων φαρμάκων.

Σήμερα σε ένα κλειστό και δεδομένο προϋπολογισμό φαρμακευτικής δαπάνης που φτάνει μόλις στο 50% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, 1 στα 4 φάρμακα δίνεται δωρεάν από τις φαρμακευτικές εταιρίες μέσω υποχρεωτικών εκπτώσεων και επιστροφών. Από τον ανορθολογισμό της υπερβολής του παρελθόντος περάσαμε στο άλλο άκρο. Από τις πρόσκαιρες και έκτακτες λύσεις, στη διαιώνιση. Οι αντοχές όμως που δεν είναι απεριόριστες έχουν πλέον ξεπεραστεί και απειλούν ευθέως τη βιωσιμότητα του κλάδου, αλλά και τη λειτουργικότητα του δημόσιου συστήματος Υγείας.

Η Πολιτεία οφείλει επιτέλους να υλοποιήσει μια σειρά κρίσιμων μεταρρυθμίσεων που έχουν εγκαίρως επισημανθεί και προταθεί και μάλιστα τα πιο πολλά έχουν συμπεριληφθεί στο συμπληρωματικό μνημόνιο (supplemental MoU). Κι εμείς είμαστε στη διάθεσή της για να την υποστηρίξουμε στην εφαρμογή τους. Το έχουμε αποδείξει. Συγκεκριμένα, η ουσιαστική αναβάθμιση της πρωτοβάθμιας Υγείας, η πλήρης αξιοποίηση της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, η δημιουργία μητρώου ασθενών και πρωτοκόλλων ασθενειών, η προώθηση της χρήσης γενοσήμων φαρμάκων, η απόκτηση συστήματος αξιολόγησης θεραπειών και ο εξορθολογισμός των εξόδων και σε άλλα κέντρα κόστους – πλέον της φαρμακευτικής δαπάνης- που αφορούν το 85% των συνολικών δαπανών για την Υγεία, μπορούν να εξοικονομήσουν τους αναγκαίους πόρους έτσι ώστε και οι ανάγκες των ασθενών να καλύπτονται και η πρόσβαση στις νέες θεραπείες να επιτυγχάνεται και το κράτος να λειτουργεί στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του.

Όλα τα παραπάνω οφείλει η Πολιτεία να βάλει σε εφαρμογή άμεσα και όχι να καταφεύγει σε οριζόντια μέτρα. Πρόσφατα πολύς λόγος έγινε για τα νέα προτεινόμενα από το Υπουργείο Υγείας μέτρα, όπου για την αποζημίωση μιας νέας δραστικής ουσίας στη χώρα μας:

– Θα απαιτείται να έχει αξιολογηθεί από έξι (6) χώρες που διαθέτουν σύστημα αξιολόγησης τεχνολογιών υγείας ή Health Technology Assessment (HTA)

– Και θα υπάρχει υποχρεωτική έκπτωση 25% επί της ονομαστικής τιμής

Πρακτικά τι σημαίνουν τα παραπάνω μέτρα;

Κατ’ αρχήν σημαίνουν μεγάλες καθυστερήσεις (τουλάχιστον 2-3 χρόνια) στην εισαγωγή νέων φαρμάκων στην Ελληνική αγορά.

Το πόσο περιοριστικό είναι ένα φάρμακο να έχει αξιολογηθεί από 6 ευρωπαϊκούς φορείς, μπορεί κανείς να το καταλάβει αν αναλογιστεί ότι σε όλη την Ευρώπη υπάρχουν 12 κέντρα αξιολόγησης, συμπεριλαμβανομένης της Μεγάλης Βρετανίας που διαθέτει δύο κέντρα και δεν γνωρίζουμε αν θα λογίζονται πλέον ως ευρωπαϊκά κέντρα αναφοράς. Επιπρόσθετα, υπάρχει διαφορετική χρησιμότητα του HTA μεταξύ των χωρών, ενώ ανάμεσα στους εκάστοτε HTA οργανισμούς υπάρχουν σημαντικές διαφορές, πχ στην επιλογή των προϊόντων που θα αξιολογηθούν.

Προσθέτοντας και μια έκπτωση 25% σε ένα περιβάλλον, γεμάτο υποχρεωτικές εκπτώσεις (rebates) και επιστροφές (clawbacks), θα αποτρέψει σίγουρα πολλά καινοτόμα φάρμακα να έρθουν στην Ελλάδα.

Αν εφαρμοστούν τελικά όλα αυτά τα μέτρα, τουλάχιστον η δαπάνη θα περιοριστεί; Προσωπικά το θεωρώ πολύ δύσκολο. Σίγουρα τα μέτρα θα αποθαρρύνουν πολλές εταιρίες να φέρουν προϊόντα καινοτόμα στην Ελλάδα, αλλά ορισμένα φάρμακα με μηναίο κόστος θεραπείας κάποιων χιλιάδων ευρώ, όταν εν τέλει αποζημιωθούν, θα εκτοξεύσουν τη φαρμακευτική δαπάνη εκ νέου.

Λύσεις υπάρχουν, χρόνος για άλλες καθυστερήσεις δεν υπάρχει. Την κρατική αναβλητικότητα δεν είναι αποδεκτό να την πληρώσουν οι Έλληνες ασθενείς με κόφτη στα δικαιώματά τους. Ούτε βεβαίως είναι αποδεκτή η εύκολη λύση της μετάθεσης της λήψης των αποφάσεων δια της μετακύλισης του κόστους στις επιχειρήσεις. Αν δεν επιβιώσουν δεν μπορούν να αναλάβουν κανένα βάρος. Κι αυτός είναι γενικός κανόνας…

Ιδιαίτερα για έναν κλάδο που πέρα από το αυξημένο κοινωνικό του αποτύπωμα παίζει καθοριστικό ρόλο στη στήριξη της ελληνικής οικονομίας. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και σήμερα αποτελεί τη δεύτερη εξαγωγική δύναμη της χώρας μας επενδύοντας στην εξωστρέφεια και την καινοτομία και επιδεικνύοντας εντυπωσιακές συνέργειες μεταξύ διεθνών και τοπικών επιχειρήσεων. Ενώ συντηρεί άμεσα και έμμεσα 87.000 θέσεις εργασίας. Αποτελώντας ταυτόχρονα ένα κατεξοχήν θετικό παράδειγμα του νέου παραγωγικού μοντέλου που χρειάζεται η ελληνική οικονομία για να σταθεί με επάρκεια στο διεθνή ανταγωνισμό.

Την ώρα όμως που τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και παγκόσμιο επίπεδο ο κλάδος βρίσκεται στην πρώτη θέση σε επενδύσεις στην έρευνα και την καινοτομία και φέρνει καταιγισμό ελπιδοφόρων θετικών εξελίξεων για την ουσιαστική βελτίωση της ποιότητας της ζωής και του προσδόκιμου της ζωής των ασθενών μέχρι την αντιμετώπιση ακόμη και ανίατων ασθενειών, η πατρίδα μας παραμένει στο περιθώριο των εξελίξεων. Την ώρα που στα 28 εργοστάσιά μας παράγεται σημαντικός αριθμός φαρμάκων που διατίθενται στην Ελλάδα, αλλά και εξάγονται, γεγονός που αποδεικνύει την υψηλή ποιότητα της ελληνικής παραγωγής, αλλά και τα περιθώρια για περαιτέρω ανάπτυξη. Κι ας έχει σπουδαίες εταιρίες η Ελλάδα μας, κι ας διαθέτει υψηλότατου επιπέδου επιστημονικό προσωπικό κι ας μην τις λείπουν οι υποδομές ή η διεθνής αναγνώριση για τις δυνατότητές της στον κλάδο της Υγείας. Δεν είναι εκεί οι αδυναμίες μας.

Ο μεγάλος ασθενής παραμένει το ελληνικό κράτος που συντηρεί παθογένειες, τρέφει τη γραφειοκρατία, βασίζεται στην υπερφορολόγηση, τιμωρεί την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία και εξαντλεί την επινοητικότητά του στο να θέτει αντιεπενδυτικούς φραγμούς. Σκεφθείτε τις εξαγωγικές δυνατότητες που υπάρχουν ή πως τη στιγμή που βρίσκονται στη φάση διερεύνησης περισσότερα από 7.000 νέα φάρμακα παγκοσμίως, στον τομέα των κλινικών μελετών η Ελλάδα πρωταγωνιστεί αρνητικά προσελκύοντας επενδύσεις λιγότερες των 80 εκατομμυρίων. Κάτω και από την Κύπρο, όταν το Βέλγιο ξεπερνά τα δύο δισεκατομμύρια ευρώ…

Είναι εξοργιστικό και για τα έσοδα που χάνει το κράτος και για την απώλεια θέσεων εργασίας υψηλής εξειδίκευσης σε ένα επιστημονικό προσωπικό που αναζητά την ελπίδα στο εξωτερικό. Είναι όμως παράλληλα και ενδεικτικό για τις δυνατότητες που υπάρχουν. Και με αυτό το θετικό συμπέρασμα, καταλήγουμε στο αυτονόητο: πως όταν κάποιος το θέλει λύσεις υπάρχουν, όταν όμως η επιθυμία δεν υφίσταται, η θεραπεία είναι ανέφικτη.

 

Μετάβαση στο περιεχόμενο