Περαιτέρω μείωση της δαπάνης θα οδηγήσει σε κατάρρευση το ΕΣΥ

Άρθρο κ. Κωνσταντίνου Μ. Φρουζή, Προέδρου ΣΦΕΕ Έθνος της Κυριακής

Με ένα επικίνδυνο παιχνίδι αριθμητικών παραμέτρων, μοιάζει η διαδικασία χάραξης πολιτικών υγείας στην οποία επιδίδεται την τελευταία διετία η ελληνική πολιτεία, θέτοντας στόχους και όρια με το αβάκιο και αποστερώντας τη συλλογιστική της από την ουσία, που είναι η εξασφάλιση των αντικειμενικά βασικών συνθηκών παροχής υπηρεσιών υγείας προς τους πολίτες και το  κοινωνικό σύνολο. Η ρότα στην οποία σύρεται με «πυξίδα» την ποσοτικοποίηση των δαπανών για φάρμακα στο 1% του ΑΕΠ, στην πράξη καλλιεργεί το έδαφος για το ξέσπασμα μιας πρωτόγνωρης για τα ελληνικά δεδομένα ανθρωπιστικής κρίσης με χρονικό ορίζοντα το όχι μακρινό 2014.

Με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, και έχοντας από την πλευρά μας καταβάλλει τα μέγιστα, ο στόχος για την φετινή χρονιά που είναι η περαιτέρω μείωση της δαπάνης στα 2,5 δις. ευρώ, θα επιτευχθεί. Όμως σε αυτό το στόχο αφενός τελειώνουν οι αντοχές της φαρμακοβιομηχανίας και της εφοδιαστικής αλυσίδας να λειτουργεί και να μπορεί να τροφοδοτεί απρόσκοπτα την ελληνική αγορά, αφετέρου δεν υπάρχουν περιθώρια για όλο το σύστημα της πρωτοβάθμιας φροντίδας να μπορέσει να λειτουργήσει.

Η δαπάνη για το φάρμακο αποτελεί κοινωνική επένδυση απέναντι στην αδιάκοπη φτωχοποίηση του Έλληνα πολίτη. Η μείωση της δαπάνης για φάρμακα κάνει ευάλωτη την ανθρώπινη ζωή και την ελληνική κοινωνία ακόμη και σε ήδη «νικημένες» από την επιστήμη ασθένειες. Και παράλληλα διαρρηγνύει το πλαίσιο των συνιστωσών αξιοπρέπειας και λειτουργίας της πρωτοβάθμιας φροντίδας κλονίζοντας εκ βάθρων το ΕΣΥ.

Ως ΣΦΕΕ, ιδιαίτερα τα χρόνια της κρίσης κινούμαστε στον άξονα τριών βασικών παραμέτρων: Τη διασφάλιση της πρόσβασης των ασθενών σε καινοτόμες θεραπείες και γενόσημα φάρμακα, τη διατήρηση και ενίσχυση των συνθηκών που εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων μας ώστε να συνεχίζουμε  απρόσκοπτα να προμηθεύουμε την αγορά με φάρμακα και φυσικά να συμβάλλουμε περαιτέρω στον λελογισμένο εξορθολογισμό του φαρμακευτικού δημόσιου προϋπολογισμού, όπως αποδεδειγμένα έχουμε πράξει την τελευταία 4ετία.

Όμως σε αυτή την προσπάθεια δεν πρέπει να είμαστε μόνοι μας. Χρειαζόμαστε και την αρωγή της πολιτείας, η οποία δείχνει την  απροθυμία της να εφαρμόζει τις ίδιες τις δικές της αποφάσεις και τους νόμους. Επίσης χωρίς να μελετά τις ορατές άμεσες συνέπειες, αποδίδει σημασία μόνο στις εισπρακτικές πολιτικές, αδιαφορώντας για την μεσοπρόθεσμη αποτελεσματικότητά τους.

Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, υπενθυμίζω ότι επί  2,5 χρόνια τώρα,  τα νέα καινοτόμα και γενόσημα φάρμακα δεν μπορούν να κυκλοφορήσουν στην ελληνική αγορά. Οι στρεβλώσεις πολλές: δημιουργούνται ασθενείς 2 ταχυτήτων (οι Έλληνες ασθενείς δεύτερης κατηγορίας σε σχέση με τους Ευρωπαίους  που έχουν τα φάρμακα αυτά), σοβαρή επίδραση στη μείωση της απασχόλησης, λιγότερες επενδύσεις και κλινικές μελέτες, λιγότερη συνεδριακή ενημέρωση για τους επιστήμονες υγείας και φυσικά στρέβλωση του ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων.

Να επισημάνω δε,  ότι χωρίς νέα φάρμακα απομειώνονται οι υπάρχουσες επενδύσεις των επιχειρήσεων του κλάδου μας στη χωρά και οι οποίες μέσα στην προηγούμενη χρονιά της έντονης ύφεσης ανήλθαν σε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ. Το αποτέλεσμα θα είναι μια αναγκαστική διαφοροποίηση του επιχειρηματικού μοντέλου με αρνητικές επιδράσεις.

Η διαφοροποίηση αυτή προκαλείται και από το γεγονός ότι ενώ χρήματα έχουν έρθει στη χώρα και αναμένονται και νέα, για να πληρωθούν τα ληξιπρόθεσμα χρέη του δημοσίου, οι πληρωμές έχουν κωλύσει σε προσχήματα και θέματα διαδικασίας. Θέληση υπάρχει αλλά στην πράξη δεν κινείται τίποτα. Πραγματικός λόγος είναι η αδιαφορία κάποιων κρατικών λειτουργών να στηρίξουν την επιχειρηματικότητα με αποτέλεσμα το χρέος προς τις επιχειρήσεις μας να είναι αγκυλωμένο κοντά στα 2 δις. ευρώ. Πως λοιπόν να εμπιστευθούν οι επιχειρήσεις, ελληνικές και πολυεθνικές,  ένα κράτος που δεν μπορεί να καταστεί φερέγγυο;

Μην ξεχνάμε ακόμη πως ως κλάδος υπεστήκαμε πέρυσι και τις δραματικές συνέπειες του PSI το οποίο μας επιβάρυνε με έκτακτες ζημιές 1 δις. ευρώ και από το συγκεκριμένο οικονομικό κλονισμό πολλές εταιρείες δύσκολα θα καταφέρουν να συνέλθουν.

Εμείς όμως από την πλευρά μας σεβαστήκαμε την ανάγκη για μειώσεις και κάναμε το χρέος μας απέναντι στην κοινωνία και την οικονομία της χώρας μας, όπως μάλιστα κανένας άλλος κλάδος δεν ανταποκρίθηκε το ίδιο. Μειώσαμε τα 5,1 δις ευρώ της δαπάνης του 2009 στα 2,5 δις ευρώ το 2013 (-2,7 δις, -55% σε 4 χρόνια!).

Τονίζω και μεταφέρω την άποψη όχι μόνο των στελεχών του κλάδου μας, των επιστημόνων του χώρου της υγείας, αλλά και των συναδέλφων από το εξωτερικό: δεν μπορεί η δαπάνη να κινηθεί χαμηλότερα από τα τρέχοντα επίπεδα του 2013. Και θεωρούμε αδύνατο να μπορέσουμε να μειώσουμε τη δαπάνη στη μνημονιακή επιταγή  του 1% του ΑΕΠ το 2014. Ενός ΑΕΠ μάλιστα που κανείς δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει το που θα καταλήξει!

Διανύουμε, το 2013, την 6η συνεχόμενη χρονιά ύφεσης γεγονός που σημαίνει ελεύθερη πτώση του ΑΕΠ. Με δαπάνη στο 1% του ΑΕΠ όλοι εμείς οι Έλληνες θα γίνουμε μάρτυρες της καταστροφής της πρωτοβάθμιας φαρμακευτικής περίθαλψης, η οποία με τη σειρά της θα οδηγήσει σε εκτόξευση της νοσοκομειακής δαπάνης.

Ο στόχος εξορθολογισμού της φαρμακευτικής δαπάνης πρέπει να είναι εφικτός και υλοποιήσιμος και να ορίζεται φυσικά με βάση την κατά κεφαλήν δημόσια φαρμακευτική δαπάνη μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης και όχι ως ποσοστό του ΑΕΠ. Και αυτό είναι λογικό. Οι χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου έχουν τις ίδιες ανάγκες περίθαλψης όπως κάθε χώρα της Ευρώπης, όμως δεν έχουν το ίδιο ΑΕΠ κατά κεφαλήν.

Ο δείκτης σύγκρισης των χωρών πρέπει να είναι η κατά κεφαλήν δημόσια φαρμακευτική δαπάνη, η οποία και αποτυπώνει δικαιότερα τον κοινωνικό χαρακτήρα της πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Εναλλακτικά ζητάμε το «πάτωμα» για την Ελλάδα να διατηρηθεί  στα επίπεδα των 2,5 δισ. ευρώ δηλαδή στο 1,3% του ΑΕΠ και το οποίο πραγματικά θεωρούμε ότι είναι πολύ χαμηλό. Ήδη στα επίπεδα των 2,5 δισ. ευρώ η κατά κεφαλήν δαπάνη του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 χωρών είναι κατά 50% υψηλότερη από της Ελλάδας. Είναι λοιπόν κοινωνικά δίκαιο για τους Έλληνες πολίτες να πάει ακόμη χαμηλότερα;