Η Πολιτεία ποινικοποιεί τους ασθενείς και την επιχειρηματικότητα

Συνέντευξη του κου Κωνσταντίνου Μ. Φρουζή, Προέδρου ΣΦΕΕ στη Ναυτεμπορική – 10/10/2014

Ένα περιβάλλον γεμάτο προκλήσεις, μειωμένων κονδυλίων, κοντόφθαλμων μέτρων, και χωρίς διάθεση για βελτίωση. Αυτό προκύπτει από τις συζητήσεις με εκπροσώπους των φαρμακευτικών επιχειρήσεων όσον αφορά στην περιγραφή της κατάσταση που επικρατεί στο χώρο της υγείας και δη στη συνεργασία Δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Σαν πρόεδρος του ΣΦΕΕ επιβεβαιώνετε ότι όντως είναι έτσι τα πράγματα?

Όλο αυτό που περιγράφετε δυστυχώς δεν απέχει από την πραγματικότητα. Την χωρίς στρατηγική Ελληνική πραγματικότητα που όσο κι αν δεν θέλω να την αποκαλώ έτσι, δεν υπάρχουν άλλες λέξεις για να το εκφράσει κανείς.

Όντως είμαστε σε μια μεταβατική περίοδο και σε μεταρρυθμίσεις οι οποίες όμως χρονίζουν και που αντί να λύνουν προβλήματα και να προωθούν στη μετάβαση και την εξέλιξη σε βελτιωμένες συνθήκες, μας οδηγούν σε νέες τελματωμένες καταστάσεις. Πρόκειται για πορεία χωρίς στρατηγική και όραμα.

Το μονό επιβεβλημένα σταθερό είναι ένας πολύ χαμηλός προϋπολογισμός φαρμάκου που προσδιορίστηκε με το «τσεκούρι», όπως και ο προϋπολογισμός για το σύνολο της υγείας.  Και λυπούμαστε γιατί οι ιθύνοντες που εννοείται ότι χαράζουν την πολιτική γνωρίζουν ότι ο προϋπολογισμός αυτός είναι δραματικά χαμηλός, με βάση τα διεθνή και όχι μόνο δεδομένα για την περίθαλψη ενός πληθυσμού.

Εδώ ταιριάζει αυτό που λέτε ασυνεννοησία. Διότι πως αλλιώς να δικαιολογηθεί το γεγονός ότι η Πολιτεία γνωρίζει ότι οι ανάγκες για φάρμακα είναι πάνω από 3 δισ. ευρώ (πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια περίθαλψη), αλλά προϋπολογίζει εις βάρος των ασθενών και της υγιούς επιχειρηματικότητας 2,4-2,5 εκατ. ευρώ?

Το περιβάλλον που δημιουργείται είναι απόλυτα αντιαναπτυξιακό. Μας αναγκάζει, και μιλάω εκ μέρους των επιχειρήσεων, να προχωρούμε σε λύσεις εκτάκτου ανάγκης, να λειτουργούμε με ζημιές και άρα αποεπενδύοντας και απολύοντας αξιόλογα στελέχη.

Το χειρότερο δε, είναι πως για κάποιους λόγους, νομίζω κατά βάση πολιτικούς, εξαιτίας  της ρευστότητας στο πολιτικό σκηνικό, οι κυβερνώντες εμφανίζονται «με διάθεση για συνεννόηση» μαζί μας,  κάτι που δεν ισχύει όμως στην πράξη. Πως αλλιώς μπορώ να δικαιολογήσω την έκδοση απαράδεκτων νομοθετημάτων με τη μορφή υπουργικών αποφάσεων οι οποίες δημοσιοποιούνται μέσα στον Δεκαπενταύγουστο;

 

Τελικά το σκηνικό το οποίο μας περιγράφετε, μας κάνει μια τριτοκοσμική χώρα?

Δεν θέλω να μηδενίσω τα πάντα καθώς η Ελλάδα διαθέτει ακόμη δομές που τη διαφοροποιούν από τον Τρίτο Κόσμο, όμως οδεύει στη απαξίωση αυτών και με μαθηματική ακρίβεια θα τον συναντήσει σε σύντομο χρονικό διάστημα αν εξακολουθήσει την πολιτική αυτή.

Θα αναφερθώ στα επίσημα στοιχεία του ΟΟΣΑ. Η δημόσια δαπάνη για την υγεία στην Ελλάδα φτάνει στο μόλις 4,5% του ΑΕΠ, ενός ΑΕΠ που έχει χάσει πάνω από 50 δις. ευρώ μέσα στην τελευταία 6ετία. Ο μέσος όρος  των χωρών του ΟΟΣΑ είναι δημόσιες δαπάνες για υγεία στο 7% του ΑΕΠ. Σε απόλυτα νούμερα λοιπόν η χώρα έχει προϋπολογίσει περί τα 8,5 δις ευρώ για το σύνολο της υγείας. Το ποσό αυτό απέχει πολύ από το όριο που έχει θέσει και η Tρόικα και μάλιστα η διαφορά με βάσει της μνημονικές επιταγές φτάνει τα 2,8 δις. ευρώ. Τα οποία φυσικά και στερεί από τον έλληνα πολίτη και την ανάπτυξη.

Επίσης η μέση κατά κεφαλή δαπάνη για φάρμακα στην Ευρώπη είναι στα 280 ευρώ ενώ στην Ελλάδα το 2014 προϋπολογίστηκαν μόλις 180 ευρώ ήτοι το  64% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.

Από τα παραπάνω επίσημα στοιχεία λοιπόν συνεπάγεται ότι όλα αυτά τα χρόνια η Πολιτεία επέβαλε με την παρότρυνση της Τρόικας νέες δραματικές συνθήκες περίθαλψης, όταν σε περίοδο κρίσης θα έπρεπε να ενεργεί έτσι ώστε να μην προκαλείται κοινωνική κρίση και ρήξη της κοινωνικής συνοχής.

 

Πιστεύετε ότι το φάρμακο «αδικείται» έναντι άλλων κέντρων κόστους στο χώρο της δημόσιας υγείας?

Αδιαμφισβήτητα ναι, αλλά πρώτα πρέπει να επισημάνω ότι ο όρος «Δημόσια Υγεία» δεν υπάρχει στα περισσότερα κράτη. Κάθε χώρα συνεργάζεται και οφείλει να το κάνει αυτό με συνθήκες διαφάνειας με τον ιδιωτικό τομέα προκειμένου να προσφέρει τις καλύτερες δυνατές συνθήκες περίθαλψης στους πολίτες της και το καταλληλότερο περιβάλλον για επενδύσεις και απασχόληση.

Σκεφτείτε ότι στο χώρο της δευτεροβάθμιας φροντίδας το 40% περίπου των υπηρεσιών προσφέρεται από τον ιδιωτικό τομέα, στα διαγνωστικά ξεπερνά το 90% και στο χώρο του φαρμάκου το σύνολο των σκευασμάτων προέρχεται από τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούμαστε εδώ, με εξαίρεση ένα ποσοστό που γίνεται από τον ΙΦΕΤ. Επίσης και η διακίνηση γίνεται κυρίως από ιδιώτες.

Αυτόν το βασικό σύμμαχο, την ιδιωτική επιχειρηματικότητα, η ελληνική Πολιτεία τον χτυπά χωρίς λόγο. Και ουσιαστικά χτυπά τον εαυτό της και την κοινωνία και μάλιστα προσπαθεί προβάλλοντας μεμονωμένα γεγονότα να διαβάλλει την αξία του.

Για το θέμα της αδικίας θα πω ότι και άλλοι πάροχοι αδικούνται. Όμως για καταλάβετε την μεγαλύτερη επιβάρυνση που έχουμε υποστεί εμείς έναντι άλλων θα πω το εξής: Στο χώρο της δευτεροβάθμιας φροντίδας, ενώ ο συνολικό κόστος (εκτός μισθοδοσίας) από το 2009 έπεσε κατά 40%, με βάσει τον προϋπολογισμό για το 2014 και συγκεκριμένα στα 1,62 δις. ευρώ, η οριζόντια πίεση στα νοσοκομειακά φάρμακα ξεπερνά το 60%. Βλέπετε λοιπόν τη μονομερή στοχοποίηση του κλάδου μας.

 

Όλη αυτή η κατάσταση, τι επιδράσεις έχει στην επιχειρηματικότητα στον κλάδο σας?

Με μια λέξη θα έλεγα βάζει «τέρμα» στη διάθεση για επενδύσεις. Όλα τα μέλη μας, ελληνική βιομηχανία και πολυεθνικές, δεν μπορούν να βρουν, τουλάχιστον για τα επόμενα 2 – 3 χρόνια ένα οποιοδήποτε κίνητρο να επενδύσουν. Και οι επενδύσεις δεν είναι μόνο η παραγωγική διαδικασία, η οποία βάλλεται έντονα εξαιτίας των νέων μέτρων. Είναι και οι επενδύσεις στη διακίνηση των φαρμάκων, στις κλινικές έρευνες, και φυσικά στην απασχόληση.

Θα επαναλάβω κάτι που είπα και πάλι πρόσφατα, οι θυγατρικές των πολυεθνικών φαρμακοβιομηχανιών στην Ελλάδα βλέπουν με έντονο σκεπτικισμό το εάν θα ξαναεντάξουν στα επενδυτικά τους πλάνα τη χώρα. Η έντονη αβεβαιότητα που προκύπτει εξαιτίας κυρίως του αυξημένου rebate και clawback και των λάθος τιμών στα φάρμακα προκαλεί αλλαγή στρατηγικής.  Για φέτος το βάρος από τα οριζόντια χαράτσια φτάνει τα 600 εκατ. ευρώ . Αναγκαζόμαστε να σκεφτόμαστε τακτικές στην κατεύθυνση της απόσυρσης φαρμάκων, των απολύσεων και της αποεπένδυσης από την ελληνική αγορά.

Και το χειρότερο είναι πως δεν είναι μέτρα προσωρινά. Η Πολιτεία δεν έχει σχέδιο. Απλά όποτε δεν της βγαίνουν τα νούμερα εκδίδει κι ένα νέο φιρμάνι και φυσικά καθυστερεί τις πληρωμές ή τις δίνει «κουρεμένες» και με το σταγονόμετρο. Ποιος λοιπόν να επενδύσει πάνω σε μια κινούμενη άμμο?

 

Δύσκολο λοιπόν να περιγράψετε το αύριο. με ποιες ενέργειες λοιπόν εσείς προσπαθείτε να αλλάξετε το σκηνικό?

Επειδή προσπαθούμε μάταια να πείσουμε για το αυτονόητο την Πολιτεία απευθυνόμαστε πλέον ως μοναδικό διέξοδο στο ΣτΕ ώστε να θέσει επί των ευθυνών της την Πολιτεία.

Δεν μπορούμε να αφήνουμε να επαναλαμβάνονται τα ίδια λάθη συνεχώς,  μια τακτική που έχει  γίνει στρατηγική! Από τη στιγμή που εμείς παρά τις παραινέσεις και την επιμονή μας δεν καταφέρνουμε να πείσουμε το Κράτος για το αυτονόητο, αφήνουμε να το κάνει ο απόλυτα αρμόδιος που είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας, ως έσχατη ανάγκη πλέον.

Από θέση ευθύνης μιλώντας, εμείς δεν μπορούμε να επιτρέπουμε να μη τηρείται ο νόμος. Και κυρίως δεν μπορούμε να αφήνουμε να διακυβεύεται η κοινωνία και η υγεία όλων γιαυτό και εμείς στρεφόμαστε στο εθνικό σύμμαχο του πολίτη και θεματοφύλακα του Συντάγματος που είναι το ΣτΕ. Και ελπίζουμε στην άμεση αποκατάσταση των αδικιών προς όφελος της χώρας.