Χωρίς καινοτόμα φάρμακα δεν διασφαλίζεται η βιωσιμότητα του ΕΣΥ
Άρθρο κ. Κωνσταντίνου Μ. Φρουζή, Προέδρου ΣΦΕΕ Free Sunday
Άρθρο Προέδρου ΣΦΕΕ, κ. Κωνσταντίνου Μ. Φρουζή
στην Εφημερίδα «Free Sunday»
Πριν από μερικές εβδομάδες η χώρα μας συμπλήρωσε μια τριετία υπό ένα νέο καθεστώς χάραξης πολιτικής οικονομίας, ένα καθεστώς που υπαγορεύεται εν πολλοίς από μια σειρά κωδικοποιημένων επιταγών που περιέχονται στα γνωστά μας μνημόνια. Ήταν μία τριετία προσπαθειών ανατροπής νοοτροπιών και στάσεων αλλά κυρίως μια τριετία που χαρακτηρίστηκε από αιφνίδιες περικοπές σε εισοδήματα και παροχές. Όλοι έχουμε αναγκαστεί να ζούμε και να λειτουργούμε διαφορετικά, ενώ οι επιχειρήσεις της χώρας έχουν μπει σε μια διαδικασία αναπροσαρμογής σε νέα δεδομένα. Όμως δεν μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα ότι όλη αυτή η επίπονη διαδικασία έχει φέρει το επιθυμητό ή άξιο των θυσιών αποτέλεσμα. Και δυστυχώς το άμεσο μέλλον δείχνει να μας επιφυλάσσει νέες εκπλήξεις και αβεβαιότητα.
Ο κλάδος μας, ο κλάδος της φαρμακοβιομηχανίας ήταν από εκείνους που από την αρχή της εφαρμογής της μνημονιακής πολιτικής, προχώρησε σε σημαντική διόρθωση και αναπροσαρμογή, πιέστηκε και κατάφερε μέσα από δυσκολίες να παρέχει πρόσβαση των ασθενείς στα φάρμακα καταμετρώντας όμως τεράστιες οικονομικές απώλειες. Παράλληλα ελπίζαμε, ότι έχοντας συμπεριφερθεί με μοναδική συνέπεια και διατηρώντας μια σχετική ευελιξία, η φαρμακοβιομηχανία θα τύγχανε πιο υπεύθυνης αντιμετώπισης από την Πολιτεία.
Ο απολογισμός αυτής της τριετίας, δεν δικαίωσε την συνεπή μας στάση. Μετά από τρία χρόνια έντονα πιεσμένης δραστηριότητας, παραμένουμε ανεξόφλητοι για οφειλές δισεκατομμυρίων (1,6 δισ. ευρώ), με κουρεμένες απαιτήσεις (1 δισ. ευρώ) και βίαια απομακρυσμένοι από το καθ’ αυτό αντικείμενο της ύπαρξής μας που είναι η παροχή των καινοτόμων θεραπειών στους πολίτες. Απομονωθήκαμε, λοιπόν, από το ευρωπαϊκό και διεθνές γίγνεσθαι της φαρμακοβιομηχανίας.
Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος θα επαναλάβω το οξύμωρο: από τη μια μεριά εμείς έχουμε καταφέρει να μειώσουμε τη δαπάνη των 5,1 δισ. ευρώ το 2009 περίπου στα 2,5 δισ. ευρώ φέτος και από την άλλη να επιβαρυνόμαστε με χρέη άνω των 1,6 δισ. ευρώ του Δημοσίου προς εμάς και σε λίγο 3 χρόνια χωρίς την τιμολόγηση ενός νέου φαρμάκου! Και να υπενθυμίσω επίσης και τα λάθη στις τιμολογήσεις που γίνονταν κατά διαστήματα και τα οποία φέρνουν στρεβλώσεις στον εφοδιασμό των φαρμάκων στην αγορά.
Θέλοντας να αφήσουμε πίσω τα κακώς κείμενα, θέλουμε να βρούμε ένα δίαυλο εποικοδομητικής συνεργασίας με την κυβέρνηση ώστε να μπορούμε για το κοινό καλό να προχωρήσουμε. Δε ζητήσαμε ποτέ να εξαιρεθούμε από τις κοινή πολιτικοοικονομική γραμμή που έχει χαραχθεί τόσο για τον κλάδο μας όσο και για την ευρύτερη ελληνική κοινωνία. Ζητήσαμε και αναμένουμε από την κυβέρνηση να τηρήσει το νόμο και τις δεσμεύσεις της όπως εμείς κάναμε επανειλημμένως. Δεσμεύσεις τις οποίες μας έδωσε και για τις οποίες μας διαβεβαίωσε πριν από αρκετό καιρό, όταν μάλιστα η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν πολύ άσχημη.
Πλέον όλοι γνωρίζουμε ότι αφενός χρήματα υπάρχουν για την πληρωμή των ληξιπρόθεσμων και αφετέρου έχει επιτευχθεί η μέγιστη εξοικονόμηση που μπορεί να ανοίξει τα σύνορα στην καινοτομία, δηλαδή σε νέες αποτελεσματικές θεραπείες και φάρμακα. Οι τελευταίες δε, αποτελούν εγγύηση για περαιτέρω εξοικονόμηση δαπανών μεσοπρόθεσμα, κυρίως στα νοσοκομειακά κόστη.
Με την εισαγωγή νέων φαρμάκων, εκτός από το όφελος για τους ασθενείς, θα επιτευχθεί σχεδόν άμεσα οικονομία στον ευρύτερο κλάδο της Υγείας και κυρίως της δευτεροβάθμιας περίθαλψης. Το κόστος νοσηλείας θα μειωθεί ενώ την ίδια στιγμή, δράσεις που σχετίζονται με την διακίνησή των φαρμάκων στη χώρα θα ενισχυθούν, όπως τα επιστημονικά συνέδρια. Είναι σίγουρο ότι θα τονωθεί η απασχόληση και θα τεθεί ένα φρένο στην αυξανόμενη ανεργία η οποία πλήττει πολύ τον κλάδο. Το έχουμε επαναλάβει πολλές φορές ότι η καινοτομία είναι ανάπτυξη και μοχλός εισροής κεφαλαίων στη χώρα μας.
Ένα ακόμη σημείο που θα ήθελα να σταθώ είναι οι τιμές στην επικείμενη ανακοστολόγηση. Σύμφωνα με τις σχετικές εξαγγελίες αναμένεται νέο δελτίο τιμών άμεσα στο οποίο αισιοδοξούμε και για τα νέα φάρμακα, όμως χρειάζεται ο νέος Υπουργός να πάρει θέση γι’αυτό. Εκείνο που ζητάμε όμως είναι η σωστή τιμολόγηση των σκευασμάτων. Θα θέλαμε να μη βρεθούμε αντιμέτωποι με κινήσεις που να θέτουν υπό αμφισβήτηση τη διαδικασία τιμολόγησης και ενδεχόμενα νέα λάθη. Θέλουμε να λειτουργήσει η λογική και να μην ρισκάρουμε την απρόσκοπτη τροφοδοσία της αγοράς με νέο κύκλο επανεξαγωγών.
Και φτάνω στο πλέον κρίσιμο όχι μόνο για μας, αλλά για την ελληνική κοινωνία στο σύνολο της, σημείο. Στο πρόλογό μου αναφέρθηκα σε εκπλήξεις. Επί της ουσίας δεν θα είναι εκπλήξεις αλλά βεβαιωμένες επικείμενες ακρότητες που θα θέσουν σε κίνδυνο την φαρμακευτική περίθαλψη του Έλληνα πολίτη εάν διατηρηθεί και γίνει πράξη η εμμονή για μείωση των δαπανών για το φάρμακο στο 1% του ΑΕΠ.
Υπενθυμίζω ότι όπως έχουμε παραδεχτεί, η πρόβλεψη για τη φαρμακευτική δαπάνη για το 2013 εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει στα 2,5 δισ. ευρώ, ήτοι 1,3% του ΑΕΠ, στόχος που πρέπει να διατηρηθεί και για τα επόμενα χρόνια, μιας και η μείωση του ΑΕΠ ήταν συνεχόμενη και σημαντική τα τελευταία 6-7 χρόνια. Μία περαιτέρω μείωση θα έχει ανεπανόρθωτες επιπτώσεις στην υγεία του πληθυσμού και την πρωτοβάθμια περίθαλψη της χώρας μας. Είναι δεδομένη η σημαντική μείωση σε επισκέψεις σε γιατρούς, σε εργαστηριακές εξετάσεις ακόμη και σε σημαντικά για τους χρόνια ασθενείς φάρμακα.
Η μείωση της προσέλευσης στην πρωτοβάθμια περίθαλψης έχει μεγάλο αντίκτυπο στην αύξηση της δαπάνη καθώς αυξάνονται συνεχώς και πολύ οι εισαγωγές στα δημόσια νοσοκομεία. Σημειώνω πως μελέτες αποδεικνύουν πως το μέσο κόστος περίθαλψης στην πρωτοβάθμια φροντίδα υπολογίζεται σε 31,5 ευρώ ενώ το μέσο κόστος περίθαλψης σε ένα δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα φτάνει τα 2.108 ευρώ! Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά για το πόσο επιβαρύνεται η δαπάνη όταν ο ασθενής λόγω οικονομικής δυσχέρειας δεν λαμβάνει τα φάρμακά του και δεν επισκέπτεται το γιατρό, στρεφόμενος σε εισαγωγή για νοσηλεία.
Θέλω επίσης να επισημάνω πως η μείωση της δαπάνης με επικέντρωση στις μειώσεις τιμών, συνδυάζεται άμεσα με τον κίνδυνο ελλείψεων και άρα με κρίση στη δημόσια υγεία και φαίνεται πλέον να έχει δείξει τα όρια της. Επίσης, μέτρα όπως η ηλεκτρονική συνταγογράφηση και τα θεραπευτικά πρωτόκολλα έχουν ήδη αποδειχτεί ότι χρήζουν περαιτέρω προσοχής και πιθανότατα βελτιωτικές αλλαγές.