Με τη μεταχείριση που έχουν οι καινοτόμες φαρμακευτικές εταιρείες στην Ελλάδα, και το χειρότερο σενάριο είναι πιθανό
Συνέντευξη Προέδρου ΣΦΕΕ κ. Ολύμπιου Παπαδημητρίου στο αφιέρωμα του ‘Plan be’ «Υγεία – Καινοτομία – Ισότητα – Πρόσβαση» και στη δημοσιογράφο Μαρία Λυσσάνδρου, 22/12/2025
Πού βρισκόμαστε στην παρούσα φάση, σε σχέση με το clawback, μετά και τις δεσμεύσεις του Υπουργείου Υγείας για εξορθολογισμό του; Η ανακοίνωση της ενίσχυσης της φαρμακευτικής δαπάνης με 15 εκατ. ευρώ είναι ένα πρώτο βήμα μεν, αλλά…
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Υπουργείου Υγείας και των υπαγόμενων σε αυτό φορέων να ελεγχθεί η αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης και, συνεπώς, και το ύψος των υποχρεωτικών επιστροφών, το 2024 ήταν άλλη μια χρονιά στην οποία η αρνητική πορεία για την επιβάρυνση των εταιρειών συνεχίστηκε. Η πραγματικότητα, δυστυχώς, είναι ότι αφ’ ενός η δημόσια χρηματοδότηση για το φάρμακο είναι ανεπαρκής και αφ’ ετέρου ότι, εάν δεν πιεστεί η συνταγογράφηση, το αποτέλεσμα θα είναι η υπερφορολόγηση των φαρμακευτικών εταιρειών μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών (clawback και rebates).
Η πολιτεία συνεχίζει να μην είναι διατεθειμένη να βάλει τα χρήματα που χρειάζονται για να καλύψει αυτά που θέλει να αποζημιώνει. Το αποτέλεσμα αυτού είναι πως οι φαρμακευτικές εταιρείες λειτουργούν σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον. Τα τελευταία τρία χρόνια, η φαρμακοβιομηχανία συνεισφέρει στη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη περισσότερο από την ίδια την Πολιτεία. Πρόκειται για ένα μάλλον παγκόσμιο ρεκόρ. Και, βέβαια, δεν προσδοκούμε μηδενικές επιστροφές – προσδοκούμε σταθερές επιστροφές (ως ποσοστό) σε ένα ανεκτό επίπεδο που δεν θα έπρεπε να ξεπερνά το 40%.
Δυστυχώς, το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι στα νοσοκομεία. Σε συνάντηση που πραγματοποιήθηκε αρχές του Νοεμβρίου με τον Υπουργό Υγείας, με πάνω από 45 συμμετέχοντες, Διευθύνοντες Συμβούλους φαρμακευτικών εταιρειών και εκπροσώπους όλων των Φαρμακευτικών Συνδέσμων, συζητήθηκε το θέμα των συνολικών επιστροφών των νοσοκομείων για το δεύτερο εξάμηνο του 2024, που εκτιμώνται σε πάνω από 75% για ορισμένες κατηγορίες φαρμάκων με τιμή άνω των 30€, ενώ αναμενόταν να κυμανθούν γύρω στο 69%. Βεβαίως, εκφράστηκαν σοβαρές ανησυχίες από τον κλάδο μας, καθώς αυτές οι υψηλές επιστροφές υπονομεύουν περαιτέρω την αξία των καινοτόμων φαρμάκων.
Τελικά, ο Υπουργός Υγείας υποσχέθηκε επιπλέον 30 εκατομμύρια ευρώ στη νοσοκομειακή δημόσια δαπάνη του 2024, ώστε να μειωθεί κάπως αυτή η επιβάρυνση, αλλά και πάλι οι επιστροφές δεν αναμένεται να πέσουν κάτω από 70% στα φάρμακα άνω των 30€. Σε κάθε περίπτωση, τα ποσοστά αυτά των επιστροφών είναι πάρα πολύ υψηλά και αποτελούν άλλο ένα ευρωπαϊκό ρεκόρ!
Θα επαναλάβω για πολλοστή φορά πως χρειάζεται η Πολιτεία να επαναπροσδιορίσει την επένδυση στο φάρμακο με βάση τις πραγματικές ανάγκες του ελληνικού πληθυσμού. Το κενό στη χρηματοδότηση της φαρμακευτικής δαπάνης δεν καλύφθηκε ποτέ – με άλλα λόγια, βγήκαμε από τα μνημόνια το 2018, αλλά ποτέ δεν έγινε σταδιακή αναπροσαρμογή της φαρμακευτικής δαπάνης.
Δεν προσδοκούµε µηδενικές επιστροφές – προσδοκούµε σταθερές επιστροφές, σε ένα ανεκτό επίπεδο που δεν θα έπρεπε να ξεπερνά το 40%.
Ποιες είναι, στην πράξη, οι συνέπειες των υποχρεωτικών επιστροφών στην πρόσβαση των ασθενών σε καινοτόμα φάρμακα που έχουν ανάγκη;
Η υποχρηματοδότηση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, οι υπέρογκες επιστροφές, αλλά και οι διαχρονικές στρεβλώσεις και η έλλειψη προβλεψιμότητας, ουσιαστικά πλήττουν την καινοτομία και την πρόσβαση των Ελλήνων ασθενών σε αυτήν.
Σύμφωνα με τη μελέτη της IQVIA (2025) για τη διαθεσιμότητα των καινοτόμων φαρμάκων στη χώρα μας, μόνο ένα (1) στα πέντε (5) καινοτόμα φάρμακα της τελευταίας τετραετίας που θα μπορούσαν να έρθουν στην Ελλάδα είναι σήμερα διαθέσιμο στην ελληνική αγορά.
Η μελέτη αυτή ήρθε να επιβεβαιώσει σε εθνικό επίπεδο τα ευρήματα της πανευρωπαϊκής μελέτης της EFPIA/IQVIA, που διεξάγεται τα τελευταία 20 χρόνια σε 36 χώρες, Patients W.A.I.T. Indicator (2024), και καταδεικνύει πως μόλις 75 στα 173 νέα φάρμακα που πήραν έγκριση από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΜΑ) ήρθαν στην Ελλάδα το διάστημα 2020 – 2023 και, μάλιστα, με καθυστέρηση 654 ημερών κατά μέσο όρο από την ευρωπαϊκή έγκριση τους. Το 75 θα έλεγε κανείς είναι κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο (80), γιατί γκρινιάζετε; Υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά, όμως: Από τα 173 νέα φάρμακα μόνο το 25% είναι πλήρως προσβάσιμα από τους Έλληνες ασθενείς, το 18% είναι διαθέσιμα με περιορισμούς, μέσω ΣΗΠ και ΙΦΕΤ, το 2% είναι διαθέσιμα μόνο ιδιωτικά, ενώ το 55% δεν είναι καθόλου διαθέσιμα.
Προφανώς δεν μπορούμε να γίνουμε Γερμανία, που έχει καθολική πρόσβαση σε 156 από τα 173 νέα φάρμακα και χρόνο αναμονής 128 ημέρες, αλλά μπορούμε και πρέπει να βελτιωθούμε προς όφελος των Ελλήνων συμπολιτών μας.
Οι δυσκολίες που δημιουργούνται σχετικά με την πρόσβαση στην καινοτομία έχουν να κάνουν μόνο με καθυστερήσεις ή μιλάμε και για φάρμακα που δεν θα έρθουν ποτέ;
Με τη μεταχείριση που έχουν οι καινοτόμες φαρμακευτικές εταιρείες στην Ελλάδα, και το χειρότερο σενάριο είναι πιθανό. Η υποχρηματοδότηση που οδηγεί σε υπέρογκες επιστροφές, το δυσμενές επιχειρηματικό κλίμα, η έλλειψη προβλεψιμότητας και σταθερότητας, οι διαχρονικές στρεβλώσεις και οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση διαρθρωτικών μέτρων επηρεάζουν αρνητικά τις αποφάσεις των διεθνών φαρμακευτικών εταιρειών.
Το 2026 θα τεθεί σε λειτουργία και το Ταμείο Καινοτομίας, ένα πάγιο αίτημα του φαρμακευτικού κλάδου. Έχετε πει ότι τα 50 εκατ. ευρώ που εξήγγειλε ο Πρωθυπουργός δεν είναι αρκετά. Θα μπορέσουν, ωστόσο, να φέρουν μια κάποια ισορροπία; Ποιο ποσό θεωρείτε εσείς ότι θα μπορούσε να κάνει μια ουσιαστική διαφορά στην κάλυψη των αναγκών των ασθενών στην Ελλάδα;
Το Σχήμα Μεταβατικής Αποζημίωσης ή Ταμείο Καινοτομίας είναι ένα ευπρόσδεκτο μέτρο που θα συμβάλει στο να γίνει πιο εφικτή η εισαγωγή κάποιων νέων θεραπειών στην Ελλάδα, κυρίως γονιδιακών και κυτταρικών θεραπειών, μέσω της δημιουργίας ενός ακόμη «καναλιού πρόσβασης» με «ειδικούς όρους». Είναι ένα μοντέλο χρηματοδότησης που υπάρχει και σε άλλες χώρες της Ευρώπης (π.χ. Ιταλία, Ιρλανδία). Χωρίς να παραγνωρίζουμε το θετικό πρόσημο του μέτρου, θα πρέπει να τονίσουμε πως η χρηματοδότηση των €50 εκατ. που το συνοδεύει φαίνεται να είναι ανεπαρκής για να καλύψει τις ανάγκες που δημιουργούνται από την είσοδο καινοτόμων φαρμάκων στη χώρα – φυσικά, άμα ξεκινήσει στα μέσα του 2026, μπορεί και να αρκούν τα χρήματα.
Πρέπει, ωστόσο, να αποσαφηνιστούν σημαντικές λεπτομέρειες για την εφαρμογή του μέτρου που μπορεί να παίξουν καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία του, αλλά και να διασφαλιστεί μια συνέχεια με επαρκή χρηματοδότηση.
Σε κάθε περίπτωση, η ετήσια χρηματοδότηση θα πρέπει να υπολογίζεται με ανάλυση των φαρμάκων που πρόκειται να ενταχθούν στο Ταμείο Καινοτομίας ή, καλύτερα, στο Σύστημα Μεταβατικής Αποζημίωσης, του πληθυσμού ασθενών που πρόκειται να καλύψουν καθώς και των φαρμάκων που θα συνεχίσουν να μετέχουν και στην επόμενη χρονιά. Ένα ποσό που ορίζεται κατ’ αποκοπή, είναι μάλλον θέμα τύχης αν θα είναι επαρκές ή όχι.
Πρόκειται, πάντως, για μία από τις λίγες περιπτώσεις όπου μια πρόταση της φαρμακοβιομηχανίας εισακούστηκε από την Πολιτεία, και οφείλουμε να αποδώσουμε τα εύσημα στον Υπουργό Υγείας, κ. Άδωνι Γεωργιάδη, που προχωρά στην υλοποίησή της. Ευελπιστούμε ότι θα βελτιωθεί η πρόσβαση των Ελλήνων ασθενών σε καινοτόμες θεραπείες και θα περιοριστούν οι ανισότητες στην πρόσβαση. Σημαντικό είναι το Ταμείο Καινοτομίας να αποτελέσει μηχανισμό προσέλκυσης νέων φαρμάκων και όχι παράγοντα αποθάρρυνσης για τις εταιρείες.
Ποιο είναι το ευοίωνο και ποιο το δυσοίωνο σενάριο για το Φάρμακο στη χώρα μας για το 2026;
Το ευοίωνο σενάριο είναι να υιοθετήσουμε μια «νοοτροπία καινοτομίας», που θα αναγνωρίζει την αξία των καινοτόμων φαρμάκων και θα διασφαλίζει την απρόσκοπτη και καθολική πρόσβαση των Ελλήνων ασθενών σε αυτά. Η επένδυση στην υγεία και το φάρμακο είναι επένδυση στη δημόσια υγεία, στην απασχόληση, την παραγωγή, την οικονομία και την ανάπτυξη της χώρας μας. Απαιτούνται άμεσες πολιτικές παρεμβάσεις, και να υπάρξει σταθερότητα και προβλεψιμότητα, ώστε να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του συστήματος, η δίκαιη κατανομή των βαρών και η απρόσκοπτη πρόσβαση των ασθενών σε θεραπείες υψηλής αξίας. Το φάρμακο πρέπει να εδραιωθεί ως επένδυση στην πρόληψη και στη δημόσια υγεία και ως μοχλός μείωσης των συνολικών δαπανών του συστήματος.
Το δυσοίωνο σενάριο είναι να συνεχιστεί για ακόμη μια χρονιά η επικρατούσα νοοτροπία, που εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στη «διαχείριση της μιζέριας», με συνεχή στρεβλά μέτρα που στοχεύουν στην επιλεκτική προστασία ομάδων φαρμάκων, στην εισαγωγή εξαιρέσεων που βιάζουν τους κανόνες και στη δημιουργία ενός υπολογιστικού λαβυρίνθου που προάγει την πολυπλοκότητα και την αδιαφάνεια.
Εάν δεν υλοποιηθούν πλήρως τα μέτρα συγκράτησης της δαπάνης και δεν γίνει σταδιακή επένδυση στο φάρμακο, οδηγούμαστε σε δυσοίωνα σενάρια με απόλυτη μαθηματική ακρίβεια. Αυτό κατέδειξε μελέτη της Deloitte, που ολοκληρώθηκε πριν από ένα μήνα περίπου και θα παρουσιαστεί στους αρμόδιους Κυβερνητικούς το αμέσως επόμενο διάστημα. Ήδη, παρουσιάσαμε τη μελέτη στον Υπουργό Υγείας, αλλά δεν φαίνεται προς το παρόν να αλλάζει την προσέγγισή του να μεταθέτει την ευθύνη της πορείας της δαπάνης αποκλειστικά στις πλάτες των φαρμακευτικών εταιρειών.